- εὐωδιάζει
- εὐωδιάζωhave a sweet savourpres ind mp 2nd sgεὐωδιάζωhave a sweet savourpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθοσμίας — ἀνθοσμίας, ο (Α) 1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι 2. (για το κρασί) μοσχάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή] … Dictionary of Greek
εσπερίδα — η (AM ἑσπερίς, ίδος) [εσπέρα] νεοελλ. 1. φιλική βραδινή συγκέντρωση 2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό 3. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών 4. στον πληθ. οι εσπερίδες οικογένεια λεπιδόπτερων… … Dictionary of Greek
ηδύπνους — ουν και ηδύπνοος, η, ο (AM ἡδύπνους, ουν και ἡδύπνοος, οον) 1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός 2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.) 3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους αρνί … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
καλλίπνους — καλλίπνους, ουν και οος, οον (AM) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή, που ευωδιάζει αρχ. εκείνος που βγάζει μελωδικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πνους (< πνοῦς «πνοή»), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] … Dictionary of Greek
μοσχοβόλος — και μοσκοβόλος, α, ο, θηλ. και μοσκόβολη αυτός που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που μοσχοβολά, που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος, λιθο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Βλαστό] … Dictionary of Greek
μοσχολούλουδο — και μοσκολούλουδο, το λουλούδι που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που ευωδιάζει έντονα … Dictionary of Greek
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
μυροχεύμων — μυροχεύμων, ον (Μ) αυτός που διαχέει μύρο, αυτός που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χεύμων (< χεῦμα < χέω), πρβλ. βαθυ χεύμων] … Dictionary of Greek
μυρόπνους — και μυρίπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που πνέει ευώδη μύρα, που μυρίζει, που ευωδιάζει («μυρίπνοα άνθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πνόος / πνοῦς (πρβλ. ροδό πνους)] … Dictionary of Greek